Τον Αύγουστο του 2018, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο γιόρτασε το τέλος του τρίτου Μνημονίου Κατανόησης, επαινώντας τις προσπάθειες των Ελλήνων και την Ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Ωστόσο, όπως δείχνει αυτή η έκθεση, ελάχιστα είναι αυτά που μπορεί κανείς να γιορτάσει. Τα μέτρα λιτότητας, όχι μόνο αύξησαν τη φτώχεια και την επισιτιστική ανασφάλεια, αλλά ακόμη, ενίσχυσαν ένα αγροτροφικό επιχειρηματικό καθεστώς που παρατείνει τις ανισότητες στην πρόσβαση και στον έλεγχο της τροφής.
Η Έκθεση εξετάζει τις επιπτώσεις της λιτότητας στους παραγωγούς τροφίμων και τις καταναλωτικές/ συνεταιριστικές πρωτοβουλίες όσο και τις κοινωνικές συνέπειες στον ελληνικό πληθυσμό γενικά. Εστιάζοντας στο ανθρώπινο δικαίωμα στην τροφή, η Έκθεση τονίζει τον αντίκτυπο της ελληνικής οικονομικής κρίσης που άγγιξε κάθε πτυχή στη ζωή των ανθρώπων. Η έμφαση στους παραγωγούς τροφίμων και τις αγροτικές περιοχές εφιστά επίσης την προσοχή σε μια πτυχή της ελληνικής κρίσης που συχνά παραβλέπεται, καθώς αυτοί οι τομείς και αυτές οι περιοχές συχνά δεν έχουν φωνή και αναγνώριση στην εθνική πολιτική και τη λήψη αποφάσεων.
Τα ευρήματα είναι βασισμένα σε ποιοτικές συνεντεύξεις και πρωτογενή έρευνα πεδίου που συμπληρώνονται από πρόσθετες συνεντεύξεις (συμπεριλαμβανομένων υψηλόβαθμων κρατικών αξιωματούχων) καθώς και μακροοικονομική ανάλυση δεδομένων και βιβλιογραφική επισκόπηση κρίσιμων κειμένων.
Τα ευρήματα της έρευνας είναι εντυπωσιακά.
1. Τα μέτρα λιτότητας αύξησαν την φτώχεια στην ύπαιθρο και την επισιτιστική ανασφάλεια.
• Εκτιμάται ότι το 38,9 % των πολιτών της υπαίθρου στην Ελλάδα το 2017 βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας.
• Η ανεργία στην ύπαιθρο εκτοξεύθηκε από το 7% το 2008 στο 25% το 2013, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα στην ύπαιθρο μειώθηκε κατά 23,5% κατά τη διάρκεια της κρίσης (2008–2013).
• Η επισιτιστική ανασφάλεια σε όλη την ελληνική επικράτεια επίσης αυξήθηκε – με τις τιμές των τροφίμων να αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις τιμές στην Ευρωζώνη την περίοδο της κρίσης, παρά την απότομη πτώση στα εγχώρια εισοδήματα και τα εργατικά κόστη. Αυτό οδήγησε σε μία μείωση της συνολικής δαπάνης για τρόφιμα σε απόλυτους όρους, αλλά σε μία αύξησή της ως ποσοστού στη συνολική μηνιαία δαπάνη, από 16,4% το 2008 σε 20,7% το 2016.
- Το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν μπορεί να αποκτήσει ένα γεύμα με κρέας, κοτόπουλο ή ψάρι (ή χορτοφαγικό ισοδύναμο) κάθε δεύτερη μέρα, για παράδειγμα, διπλασιάστηκε την περίοδο της κρίσης από 7% περίπου το 2008 σε περισσότερο από 14% το 2016.
- Το μερίδιο των νοικοκυριών με παιδιά που αδυνατεί να αποκτήσει ένα πρωτεϊνούχο γεύμα σε καθημερινή βάση διπλασιάστηκε από 4,7% το 2009 σε 8,9% το 2014. Τα στατιστικά της ΕΕ εκτιμούν ότι 40,5% των παιδιών το 2016 αντιμετώπισαν υλική και κοινωνική στέρηση.
- Σε γενικές γραμμές, η κρίση επέφερε μια αξιοσημείωτη αλλαγή στα πρότυπα κατανάλωσης, με την υποκατάσταση τροφίμων υψηλότερου κόστους από περισσότερα φθηνά τρόφιμα.
2. Τα μέτρα λιτότητας επηρέασαν ιδιαίτερα σοβαρά τους μικρούς παραγωγούς και εμπόρους τροφίμων.
Τα δυσμενή μέτρα για τους αγρότες περιελάμβαναν:
• Υψηλότερους φόρους και αυξημένα κόστη παραγωγής, λόγω της αντικατάστασης ενός ξεχωριστού καθεστώτος φορολογίας εισοδήματος των αγροτών με ένα τυποποιημένο σύστημα φορολογίας εισοδήματος , υψηλότερους συντελεστές ΦΠΑ στις αγροτικές εισροές συμπεριλαμβανομένων των λιπασμάτων, των εντομοκτόνων, των ζωοτροφών και του πετρελαίου ντίζελ∙ και την εισαγωγή ενός νέου φόρου στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Οι φόροι ως ποσοστό της καθαρής γεωργικής προστιθέμενης αξίας εκτοξεύθηκαν από το 4% μεταξύ 1993 και 2010 στο 15,4% το 2016.
• Η κατάργηση του εξειδικευμένου Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και η συγχώνευσή του με ένα γενικευμένο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης έχει οδηγήσει σε υψηλότερες εισφορές για πολλούς αγρότες.
Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις, μια πληθώρα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων διατάραξαν καθοριστικά την ισορροπία προς όφελος των μεγάλων λιανεμπόρων και των ιδιωτών εμπόρων τροφίμων και εις βάρος των παραγωγών μικρής κλίμακας. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις περιελάμβαναν:
• Φιλελευθεροποίηση του λιανικού εμπορίου, όπως η άρση των περιορισμών σε συγκεκριμένα αγαθά που πωλούνται στα σούπερ μάρκετ, η ελαστικοποίηση της εργατικής νομοθεσίας, και μέτρα προς την κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας.
• Φιλελευθεροποίηση του χονδρικού εμπορίου, συγκεκριμένα την ιδιωτικοποίηση του μέχρι πρότινος κρατικά διαχειριζόμενου και κερδοφόρου Οργανισμού Κεντρικών Αγορών και Αλιείας, τον βασικό διαχειριστή της χονδρικής αγοράς τροφίμων της χώρας, υπεύθυνο για τις 2 κεντρικότερες αγορές νωπών τροφίμων της χώρας και 11 ιχθυαγορές.
• Ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ιδιωτικοποιήσεων της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας (ΑΤΕ) και του μεγάλου γαλακτοπαραγωγικού συνεταιρισμού ΑΓΝΟ. Τα αποτελέσματα ήταν αυξημένα κόστη για τους αγρότες, μικρότερη πρόσβαση σε αγροτικές πιστώσεις, εξειδικευμένες χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και αγροτική συμβουλευτική.
3. Τα μέτρα λιτότητας έπληξαν έναν ήδη αποδυναμωμένο γεωργικό τομέα τροφίμων που είχε καταστεί ευάλωτος από μακροχρόνιες τάσεις.
Η γεωργία στην Ελλάδα παραμένει ένα σημαντικό μέρος της οικονομίας, αποτελώντας σχεδόν το 4% του ΑΕΠ της χώρας (υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ) και παρέχοντας 12% της εγχώριας απασχόλησης το 2016. Ωστόσο βρίσκεται σε κατάσταση υποχώρησης από τις αρχές του 1980. Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα το 1981 και αργότερα στην ΕΕ – και την Κοινή Αγροτική Πολιτική – εξέθεσε τους Έλληνες μικροπαραγωγούς σε μεγαλύτερο ανταγωνισμό. Έτσι, το ελληνικό αγροδιατροφικό σύστημα πριν από την κρίση κατέστη ευάλωτο στις ακόλουθες αλλαγές:
•Μια σταθερή πτώση της εγχώριας γεωργικής παραγωγής και μια αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές τροφίμων που οδήγησαν σε αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο τροφίμων. Από το τέλος του 1980 μέχρι τις αρχές της κρίσης το 2008, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου τροφίμων συχνά υπερέβαινε το 1% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ την περίοδο 2005–2011, οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν στο 40% περίπου της εγχώριας κατανάλωσης.
• Αυξανόμενη εξάρτηση από επιδοτήσεις, οι οποίες αυξήθηκαν ως ποσοστό της καθαρής προστιθέμενης αξίας στη γεωργία, από το 23% το 1993 στο 81% το 2008.
• Έναν αναπτυσσόμενο κλάδο σούπερ μάρκετ, ο οποίος ενέτεινε τις μονοπωλιακές συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι παραγωγοί και οι καταναλωτές αντίστοιχα.
Αυτές οι τάσεις υπονόμευσαν την διατροφική κυριαρχία στην Ελλάδα, μετατρέποντας την χώρα από καθαρό εξαγωγέα σε καθαρό εισαγωγέα τροφίμων. Επιπροσθέτως, τα τρία Μνημόνια (2010, 2012 και 2015), αντί να επανορθώσουν τις αδυναμίες που υπήρχαν, επιτάχυναν τις παραπάνω τάσεις. Η εξέταση των διαρθρωτικών απαιτήσεων των τριών μνημονίων καταδεικνύει ένα σκόπιμο ιδεολογικό σχέδιο μετασχηματισμού του Κράτους και αναδιάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας προς όφελος συγκεκριμένων τομέων του κεφαλαίου, όπως μεγάλες (πολυ)εθνικές αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Η κρίση προσέφερε τα μέσα για την επίτευξη αυτού.
4. Το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας της ελληνικής κυβέρνησης ήταν ανεπαρκές στο να αποτρέψει την επισιτιστική ανασφάλεια και φτώχεια.
Η ελληνική κυβέρνηση ενεργοποίησε πληθώρα κοινωνικών προγραμμάτων προσπαθώντας να παρέχει ένα δίχτυ ασφαλείας απέναντι στις συνέπειες της λιτότητας και να ανταποκριθεί στις επείγουσες ανησυχίες επισιτιστικής ανασφάλειας. Αυτά περιελάμβαναν την ψήφιση ενός νόμου ανθρωπιστικής βοήθειας που παρείχε επιδόματα για τροφή, ενοίκιο και ηλεκτρισμό σε άτομα και οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Αυτό αργότερα αντικαταστάθηκε από το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΣΚΑ) που παρέχει ένα μηνιαίο επίδομα σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος.
Το Εθνικό Σύστημα Κοινωνικής Αλληλεγγύης κλήθηκε να διαχειριστεί τις πιο βασικές ανάγκες και η στήριξη που παρείχε ήταν περιορισμένη σε εύρος, παρέχοντας μόνο €30 έως €200 ανά νοικοκυριό μηνιαίως, με επιπλέον €100 για κάθε ενήλικα και €50 για κάθε παιδί. Τα αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας περιορίζουν τη στήριξη στις πιο σοβαρές περιπτώσεις υλικής στέρησης, ενώ οι όροι που σχετίζονται με το εισόδημα και την περιουσία αποκλείουν πολλούς που θα το δικαιούνταν, λόγω περιοριστικών και γραφειοκρατικών προϋποθέσεων. Η κάλυψη σε αγροτικές περιοχές υπήρξε εξίσου περιορισμένη.
Ως αποτέλεσμα, ιδιωτικά ιδρύματα, φιλανθρωπικές οργανώσεις, ΜΚΟ, και η ελληνική Εκκλησία έπρεπε να καλύψουν κάποια από αυτά τα κενά – προσφέροντας μεταξύ άλλων δωρεάν σχολικά γεύματα, πακέτα τροφίμων και συσσίτια, καθώς και «κοινωνικά παντοπωλεία» τα οποία παρείχαν τρόφιμα, ρουχισμό, υλικά καθαρισμού, και άλλα βασικά αγαθά σε άτομα και οικογένειες χαμηλού εισοδήματος.
Ενώ κάποια από αυτά τα προγράμματα λαμβάνουν τη στήριξη των δημοτικών αρχών, και στην περίπτωση του προγράμματος σχολικών γευμάτων έχουν κεντρική στήριξη και από την κυβέρνηση, προσφέρουν ελάχιστα παραπάνω από το να καλύπτουν μπαλώματα. Αντίθετα, απαντήσεις που βασίζονται σε ανθρώπινα δικαιώματα, όπως η στήριξη θέσεων εργασίας και οι δίκαιοι μισθοί, και που μπορούν να αναμετρηθούν με τις πραγματικές αιτίες της πείνας και της επισιτιστικής ανασφάλειας είναι αυτές που πρέπει να μπουν σε πρώτο πλάνο.